μουγκαίνομαι

μουγκαίνομαι
μουγκάθηκα, μουγκαμένος, μένω άφωνος, σωπαίνω, βουβαίνομαι: Μουγκάθηκε από την τρομάρα του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”